Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλοτυπέω < ζηλότυπ(ος) + -έω / -ῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ζηλοτυπέω / ζηλοτυπῶ

  1. ζηλεύω
  2. φθονώ

  Πηγές επεξεργασία