ζέμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ζέμᾰ | τὰ | ζέμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ζέμᾰτος | τῶν | ζεμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ζέμᾰτῐ | τοῖς | ζέμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ζέμᾰ | τὰ | ζέμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ζέμᾰ | ζέμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζέμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ζεμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζέμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *i̯es-oH < *i̯es[1] (βράζω, αφρίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζέμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ζύμωση
- (ελληνιστική κοινή) βράσιμο
- (ελληνιστική κοινή) αφέψηση, αφέψημα
- (ελληνιστική κοινή , μεταφορικά) αναβρασμός
Απόγονοι
επεξεργασίαζέμα (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ζέμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.