αφέψηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφέψηση | οι | αφεψήσεις |
γενική | της | αφέψησης* | των | αφεψήσεων |
αιτιατική | την | αφέψηση | τις | αφεψήσεις |
κλητική | αφέψηση | αφεψήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφεψήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αφέψηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφέψησις < ἀφέψω (< ἀπό (αφ-) + ἕψω) (βράζω, καθαρίζω με βρασμό). Δείτε και αφέψημα.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφέψηση θηλυκό
- η διαδικασία παρασκευής αφεψήματος με τη μέθοδο εξαγωγής φυτικών ουσιών με βρασμό
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
decoction στην αγγλική Βικιπαίδεια
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)