ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζωογράφος οἱ ζωογράφοι
      γενική τοῦ ζωογράφου τῶν ζωογράφων
      δοτική τῷ ζωογράφ τοῖς ζωογράφοις
    αιτιατική τὸν ζωογράφον τοὺς ζωογράφους
     κλητική ! ζωογράφε ζωογράφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωογράφω
γεν-δοτ τοῖν  ζωογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωογράφος: v.l. ζῳογράφος < ζῳο- + -γράφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωογράφος αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) ποιητικός τύπος του ζωγράφος: που δημιουργεί εικόνες ή χρωματίζει, που απεικονίζει τη ζωή
    ὅτι καὶ ἄλλοι εἰσὶ ζωγράφοι γράφοντες ἄλλα πολλὰ ζῷα; (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)