ζωογράφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ζωογράφος | οἱ | ζωογράφοι | ||||
γενική | τοῦ | ζωογράφου | τῶν | ζωογράφων | ||||
δοτική | τῷ | ζωογράφῳ | τοῖς | ζωογράφοις | ||||
αιτιατική | τὸν | ζωογράφον | τοὺς | ζωογράφους | ||||
κλητική ὦ! | ζωογράφε | ζωογράφοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωογράφω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ζωογράφοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζωογράφος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ποιητικός τύπος του ζωγράφος: που δημιουργεί εικόνες ή χρωματίζει, που απεικονίζει τη ζωή
- ὅτι καὶ ἄλλοι εἰσὶ ζωγράφοι γράφοντες ἄλλα πολλὰ ζῷα; (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
Πηγές
επεξεργασία- ζωογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζωογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.