ζορκάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζορκάς θηλυκό
- παράλληλος τύπος του δορκάς
- Κατὰ τοὺς νομάδας δὲ ἐστὶ τούτων οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλα τοιάδε, πύγαργοι καὶ ζορκάδες καὶ βουβάλιες καὶ ὄνοι (Ηρόδοτος, Δ΄ 192)