Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωογονέω < ζωός (ζωντανός)

  Ρήμα επεξεργασία

ζωογονέω (ελληνιστική λέξη

  1. γεννάω ζωντανά πλάσματα
  2. συντηρώ στη ζωή