Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζῳοτροφικός < ζῳοτροφία

  Επίθετο επεξεργασία

ζῳοτροφικός, ή, όν

  • ο σχετικός ή κατάλληλος για τη διατροφή του ζώου