ζηλευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zi.leˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐λευ‐τής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαζηλευτής
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζηλευτής αρσενικό
- αυτός που εκδικείται
Πηγές
επεξεργασία- ζηλευτής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠαρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζηλευτής αρσενικό
- (όψιμη ελληνιστική κοινή ) μορφή του ζηλωτής στον ⌘ Ευστάθιο
Πηγές
επεξεργασία- ζηλευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.