Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχρεῖος < ζα (επιτατικό μόριο) και χρεία

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαχρεῖος, ος, ον

  • που έχει μεγάλη ανάγκη, που χρειάζεται κάτι και το χρειάζεται επειγόντως ή με μεγάλη ένταση, διακαώς, επιτακτικά