Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαλάω < ζάλη

  Ρήμα επεξεργασία

ζαλάω

  1. ξεσηκώνω θύελλα
  2. προξενώ ζάλη