↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ζήνων οι Ζήνωνες
      γενική του Ζήνωνος των Ζηνώνων
    αιτιατική τον Ζήνωνα τους Ζήνωνες
     κλητική Ζήνων Ζήνωνες
Δείτε και τη νεότερη μορφή Ζήνωνας.
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ζήνων < αρχαία ελληνική Ζήνων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzi.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζή‐νων

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ζήνων αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ζήνων οἱ Ζήνωνες
      γενική τοῦ Ζήνωνος τῶν Ζηνώνων
      δοτική τῷ Ζήνων τοῖς Ζήνωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ζήνων τοὺς Ζήνωνᾰς
     κλητική ! Ζήνων Ζήνωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ζήνωνε
γεν-δοτ τοῖν  Ζηνώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ζήνων < θέμα Ζην- της επικής γενικής ενικού Ζηνός του Ζεύς[1] + -ων

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ζήνων, -ωνος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη Ζεύς (θέμα Ζην-)

Απόγονοι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)