Ζήνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ζήνων | οι | Ζήνωνες |
γενική | του | Ζήνωνος | των | Ζηνώνων |
αιτιατική | τον | Ζήνωνα | τους | Ζήνωνες |
κλητική | Ζήνων | Ζήνωνες | ||
Δείτε και τη νεότερη μορφή Ζήνωνας. | ||||
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζήνων < αρχαία ελληνική Ζήνων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzi.non/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζή‐νων
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖήνων αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ζήνων
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ζήνων | οἱ | Ζήνωνες |
γενική | τοῦ | Ζήνωνος | τῶν | Ζηνώνων |
δοτική | τῷ | Ζήνωνῐ | τοῖς | Ζήνωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ζήνωνᾰ | τοὺς | Ζήνωνᾰς |
κλητική ὦ! | Ζήνων | Ζήνωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ζήνωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ζηνώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΖήνων, -ωνος αρσενικό
- ανδρικό όνομα, Ζήνωνας
- ※ 3ος κε αιώνας Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Ζʹ
- Βασιλεὺς Ἀντίγονος Ζήνωνι φιλοσόφῳ χαίρειν.
- ※ 3ος κε αιώνας Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Ζʹ
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ζεύς (θέμα Ζην-)
Απόγονοι
επεξεργασία- ⇒ νέα ελληνικά: Ζήνων, Ζήνωνας
- ↷ αλβανικά: Zenun, Zenan
- ↷ αρμενικά: Զենոն
- ↷ λατινικά: Zēnōn, Zēnō
- ↷ πολωνικά: Zenon
- ↷ τουρκικά: Zenon
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Ζήνων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.