Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοτοκέω < ζωοτόκος

  Ρήμα επεξεργασία

ζωοτοκέω

  • γεννώ ζωντανό παιδί
  • γεννώ μικρό ζώου (σε αντίθεση με τα πλάσματα που γεννούν αβγά (ελληνιστική έννοια)