• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ζωάρκεια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωάρκεια οι ζωάρκειες
      γενική της ζωάρκειας των ζωαρκειών
    αιτιατική τη ζωάρκεια τις ζωάρκειες
     κλητική ζωάρκεια ζωάρκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωάρκεια < ελληνιστική κοινή ζωάρκεια < ζωαρκής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζωάρκεια θηλυκό

  • (λόγιο) ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ζωής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ζωάρκεια
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ζωάρκεια&oldid=5475818"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 09:18

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 09:18.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας