ζωάρκεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωάρκεια < ελληνιστική κοινή ζωάρκεια < ζωαρκής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωάρκεια θηλυκό
- (λόγιο) ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ζωής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωάρκεια
|
ζωάρκεια θηλυκό
|