Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεγέριες < από αφρικανική λέξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζεγέριες (πληθ.)

  • για είδος ποντικού