- ζῴδιον < υποκοριστικό του ζῷον
ζῴδιον ουδέτερο
- μορφή, εικόνα (ζώου ή άλλη) σε μικρό συνήθως μέγεθος, σκαλισμένη ή ζωγραφισμένη
- κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων τε ἔξωθεν πλήσαντες περὶ τὸ χεῖλος (Ηρόδοτος, Α.70)
- (αστρονομία) ζώδιο
- τὸ δὲ πᾶν ὁ πόλος ἐνύφαντο χρυσοῦς ἀστέρας ἔχων καὶ τὰ δώδεκα ζῴδια (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.50.16)