Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωόμορφος η ζωόμορφη το ζωόμορφο
      γενική του ζωόμορφου της ζωόμορφης του ζωόμορφου
    αιτιατική τον ζωόμορφο τη ζωόμορφη το ζωόμορφο
     κλητική ζωόμορφε ζωόμορφη ζωόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωόμορφοι οι ζωόμορφες τα ζωόμορφα
      γενική των ζωόμορφων των ζωόμορφων των ζωόμορφων
    αιτιατική τους ζωόμορφους τις ζωόμορφες τα ζωόμορφα
     κλητική ζωόμορφοι ζωόμορφες ζωόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωόμορφος < ζώο + μορφή

  Επίθετο επεξεργασία

ζωόμορφος

  • που έχει τη μορφή ζώου

  Μεταφράσεις επεξεργασία