ζωοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωοποιός | η | ζωοποιός & ζωοποιά |
το | ζωοποιό |
γενική | του | ζωοποιού | της | ζωοποιού & ζωοποιάς |
του | ζωοποιού |
αιτιατική | τον | ζωοποιό | τη | ζωοποιό & ζωοποιά |
το | ζωοποιό |
κλητική | ζωοποιέ | ζωοποιέ & ζωοποιά |
ζωοποιό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωοποιοί | οι | ζωοποιοί & ζωοποιές |
τα | ζωοποιά |
γενική | των | ζωοποιών | των | ζωοποιών | των | ζωοποιών |
αιτιατική | τους | ζωοποιούς | τις | ζωοποιούς & ζωοποιές |
τα | ζωοποιά |
κλητική | ζωοποιοί | ζωοποιοί & ζωοποιές |
ζωοποιά | |||
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωοποιός < (ζωή) ζωο- + -ποιώ (< ποιῶ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zo.o.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐ποι‐ός
Επίθετο επεξεργασία
ζωοποιός, -ός/-ά, -ό
- (εκκλησιαστικός όρος) που δίνει ζωή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοποιός
|
Πηγές επεξεργασία
- ζωοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας