Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωθάλμιος < ζωή και θάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωθάλμιος,ος,ον αρσενικό

  • που προσταεύει, επαυξάνει τη ζωή, δίνει ζωντάνια