Δείτε επίσης: ὑδρο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑδρο- < ὕδωρ και λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία hydro-, όπως από το γαλλικό hydro-[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾo/

  Πρόθημα επεξεργασία

υδρο- ή υδρό- ή υδρ-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι :
  1. το β΄ συνθετικό περιέχει νερό, σχετίζεται με νερό, μοιάζει με νερό
    υδροθεραπεία, υδρόφιλος, υδραντλία
  2. μια χημική ένωση περιέχει ή προσλαμβάνει υδρογόνο στο μόριό της
    υδροκυάνιο, υδρόχλώριο, υδρόθειο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • υδρό-
  • υδρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία