υδροληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδροληψία θηλυκό
- η λήψη νερού (π.χ. για άρδευση ή από πυροσβεστικά αεροσκάφη)
- δοκιμή υδροληψίας από πυροσβεστικά ελικόπτερα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδροληψία
|