υδρολαίλαψ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρολαίλαψ < αρχαία ελληνική υδρο- + λαίλαψ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈle.laps/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐λαί‐λαψ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδρολαίλαψ αρσενικό
- άλλη μορφή του δρόλαπας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)