δρόλαπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρόλαπας | οι | δρόλαπες |
γενική | του | δρόλαπα | των | δρολάπων |
αιτιατική | τον | δρόλαπα | τους | δρόλαπες |
κλητική | δρόλαπα | δρόλαπες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρόλαπας < δρο- (< υδρο-) + αρχαία ελληνική λαῖλαψ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðɾo.la.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρό‐λα‐πας
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρόλαπας αρσενικό
- (μετεωρολογία) ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, ανεμοβρόχι
- ※ Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας.
- Ανδρέας Καρκαβίτας, Λόγια της Πλώρης, «Ναυάγια», 1899
- ※ Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Δρόλαπας (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρόλαπας
δρόλαπας
|