υδροκεφαλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροκεφαλικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
υδροκεφαλικός, -ή, -ό
- σχετικός με την υδροκεφαλία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροκεφαλικός αρσενικό (θηλυκό υδροκεφαλική)
- ασθενής που πάσχει από υδροκεφαλία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροκεφαλικός