Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροκεφαλία οι υδροκεφαλίες
      γενική της υδροκεφαλίας των υδροκεφαλιών
    αιτιατική την υδροκεφαλία τις υδροκεφαλίες
     κλητική υδροκεφαλία υδροκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροκεφαλία < υδρο- + -κεφαλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροκεφαλία θηλυκό

  • παθολογική κατάσταση, συχνότερη στα παιδιά, κατά την οποία συσσωρεύεται μεγάλη ποσότητα υγρού μέσα στον εγκέφαλο λόγω ανατομικής ή λειτουργικής ανωμαλίας με αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης και την πρόκληση πονοκεφάλων, προβλημάτων στην όραση και βλαβών στον εγκέφαλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία