υδροκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈce.fa.los/
Επίθετο
επεξεργασίαυδροκέφαλος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από τουμπάνιασμα της κεφαλής λόγω συσσώρευσης υγρού σε αυτήν
- που ένα μέρος έχει διογκωθεί υπέρμετρα σε σχέση με τα υπόλοιπα
- η έλλειψη γυμναστικής τον μετέτρεψε σε υδροκέφαλο τζουτζέ με ατροφικούς μύες
- οι κομματικές προσλήψεις μετέτρεψαν τη δημόσιο πολιτεία σε υδροκέφαλη γραφειοκρατία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδροκέφαλος