Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροκέφαλος η υδροκέφαλη το υδροκέφαλο
      γενική του υδροκέφαλου της υδροκέφαλης του υδροκέφαλου
    αιτιατική τον υδροκέφαλο την υδροκέφαλη το υδροκέφαλο
     κλητική υδροκέφαλε υδροκέφαλη υδροκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροκέφαλοι οι υδροκέφαλες τα υδροκέφαλα
      γενική των υδροκέφαλων των υδροκέφαλων των υδροκέφαλων
    αιτιατική τους υδροκέφαλους τις υδροκέφαλες τα υδροκέφαλα
     κλητική υδροκέφαλοι υδροκέφαλες υδροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροκέφαλος < υδρο- + κεφαλή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾoˈce.fa.los/

  Επίθετο επεξεργασία

υδροκέφαλος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από τουμπάνιασμα της κεφαλής λόγω συσσώρευσης υγρού σε αυτήν
  2. που ένα μέρος έχει διογκωθεί υπέρμετρα σε σχέση με τα υπόλοιπα
    η έλλειψη γυμναστικής τον μετέτρεψε σε υδροκέφαλο τζουτζέ με ατροφικούς μύες
    οι κομματικές προσλήψεις μετέτρεψαν τη δημόσιο πολιτεία σε υδροκέφαλη γραφειοκρατία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία