Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδροκεφαλισμός οι υδροκεφαλισμοί
      γενική του υδροκεφαλισμού των υδροκεφαλισμών
    αιτιατική τον υδροκεφαλισμό τους υδροκεφαλισμούς
     κλητική υδροκεφαλισμέ υδροκεφαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροκεφαλισμός < υδροκέφαλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροκεφαλισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία