υδροκεφαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροκεφαλισμός < υδροκέφαλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροκεφαλισμός αρσενικό
- η διόγκωση του διοικητικού κέντρου εις βάρος της περιφέρειας και ο συγκεντρωτισμός που αυτό συνεπάγεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροκεφαλισμός
|