Δείτε επίσης: συγκεντρωτικός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκεντρωτισμός οι συγκεντρωτισμοί
      γενική του συγκεντρωτισμού των συγκεντρωτισμών
    αιτιατική τον συγκεντρωτισμό τους συγκεντρωτισμούς
     κλητική συγκεντρωτισμέ συγκεντρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεντρωτισμός < συγκεντρώνω + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centralisation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκεντρωτισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία