συγκεντρωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεντρωτισμός < συγκεντρώνω + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centralisation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκεντρωτισμός αρσενικό
- (πολιτική) διοικητικό σύστημα στο οποίο οι εξουσίες και αρμοδιότητες συγκεντρώνονται κεντρικά και ασκούνται από κεντρικό όργανο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκεντρωτισμός
Πηγές
επεξεργασία- συγκεντρωτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκεντρωτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγκεντρωτισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)