Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροκίνητος η υδροκίνητη το υδροκίνητο
      γενική του υδροκίνητου της υδροκίνητης του υδροκίνητου
    αιτιατική τον υδροκίνητο την υδροκίνητη το υδροκίνητο
     κλητική υδροκίνητε υδροκίνητη υδροκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροκίνητοι οι υδροκίνητες τα υδροκίνητα
      γενική των υδροκίνητων των υδροκίνητων των υδροκίνητων
    αιτιατική τους υδροκίνητους τις υδροκίνητες τα υδροκίνητα
     κλητική υδροκίνητοι υδροκίνητες υδροκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροκίνητος < υδρο- + -κίνητος

  Επίθετο επεξεργασία

υδροκίνητος, -η, -ο

  • που λειτουργεί με και κινείται από το νερό, που αντλεί ενέργεια από το νερό για την κίνησή του
    υδροκίνητος μύλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία