υδροτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδροτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydrotechnie < αρχαία ελληνική ὕδωρ + τέχνη. Μορφολογικά αναλύεται σε υδρο- + -τεχνία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδροτεχνία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδροτεχνία
|