υδρόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρόσφαιρα | οι | υδρόσφαιρες |
γενική | της | υδρόσφαιρας | των | υδροσφαιρών |
αιτιατική | την | υδρόσφαιρα | τις | υδρόσφαιρες |
κλητική | υδρόσφαιρα | υδρόσφαιρες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρόσφαιρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδρόσφαιρα θηλυκό
- το σύνολο των υδάτων (ωκεανών, ποταμιών κλπ.) που καλύπτουν πάνω από τα 2/3 της επιφάνειας της Γης, συμπεριλαμβανομένων και των υπογείων υδάτων και των υδρατμών της ατμόσφαιρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδρόσφαιρα