υδροχλωρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδροχλωρικός < υδροχλώριο (υδρο- + χλώριο) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαυδροχλωρικός, -ή, -ό
- (χημεία) σχετικός με το υδροχλώριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδροχλωρικός
υδροχλωρικός, -ή, -ό