υδροχλώριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υδροχλώριο < υδρο- + χλώριο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hydrochlorique[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hydrogen chloride[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδροχλώριο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδροχλώριο
- ↑ υδροχλώριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υδροχλώριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)