Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.dʁɔ.klɔ.ʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hydrochlorique hydrochloriques

hydrochlorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό