υδραυλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυδραυλικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παροχή και τη διοχέτευση του νερού
- σχετικός με τη λειτουργία συστημάτων ρευστών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδραυλικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδραυλικός αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που ασχολείται με εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων