Δείτε επίσης: ὑδραυλικός

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδραυλικός η υδραυλική το υδραυλικό
      γενική του υδραυλικού της υδραυλικής του υδραυλικού
    αιτιατική τον υδραυλικό την υδραυλική το υδραυλικό
     κλητική υδραυλικέ υδραυλική υδραυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδραυλικοί οι υδραυλικές τα υδραυλικά
      γενική των υδραυλικών των υδραυλικών των υδραυλικών
    αιτιατική τους υδραυλικούς τις υδραυλικές τα υδραυλικά
     κλητική υδραυλικοί υδραυλικές υδραυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

υδραυλικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την παροχή και τη διοχέτευση του νερού
  2. σχετικός με τη λειτουργία συστημάτων ρευστών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υδραυλικός οι υδραυλικοί
      γενική του/της υδραυλικού των υδραυλικών
    αιτιατική τον/την υδραυλικό τους/τις υδραυλικούς
     κλητική υδραυλικέ υδραυλικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

υδραυλικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία