ὑδραυλικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑδραυλικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- (τεχνολογία) υδροστατικός, υδραυλικός
- (μουσική) που ανήκει ή αναφέρεται στο μουσικό όργανο ὕδραυλις
Πηγές
επεξεργασία- ὑδραυλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.