Δείτε επίσης: υδραυλικός
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑδραυλικός ὑδραυλική τὸ ὑδραυλικόν
      γενική τοῦ ὑδραυλικοῦ τῆς ὑδραυλικῆς τοῦ ὑδραυλικοῦ
      δοτική τῷ ὑδραυλικ τῇ ὑδραυλικ τῷ ὑδραυλικ
    αιτιατική τὸν ὑδραυλικόν τὴν ὑδραυλικήν τὸ ὑδραυλικόν
     κλητική ! ὑδραυλικέ ὑδραυλική ὑδραυλικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑδραυλικοί αἱ ὑδραυλικαί τὰ ὑδραυλικᾰ́
      γενική τῶν ὑδραυλικῶν τῶν ὑδραυλικῶν τῶν ὑδραυλικῶν
      δοτική τοῖς ὑδραυλικοῖς ταῖς ὑδραυλικαῖς τοῖς ὑδραυλικοῖς
    αιτιατική τοὺς ὑδραυλικούς τὰς ὑδραυλικᾱ́ς τὰ ὑδραυλικᾰ́
     κλητική ! ὑδραυλικοί ὑδραυλικαί ὑδραυλικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑδραυλικώ τὼ ὑδραυλικᾱ́ τὼ ὑδραυλικώ
      γεν-δοτ τοῖν ὑδραυλικοῖν τοῖν ὑδραυλικαῖν τοῖν ὑδραυλικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑδραυλικός < ὕδραυλις + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑδραυλικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. (τεχνολογία) υδροστατικός, υδραυλικός
  2. (μουσική) που ανήκει ή αναφέρεται στο μουσικό όργανο ὕδραυλις