υδρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδρεύω < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυδρεύω (παθητική φωνή: υδρεύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υδρεύω | ύδρευα | θα υδρεύω | να υδρεύω | υδρεύοντας | |
β' ενικ. | υδρεύεις | ύδρευες | θα υδρεύεις | να υδρεύεις | ύδρευε | |
γ' ενικ. | υδρεύει | ύδρευε | θα υδρεύει | να υδρεύει | ||
α' πληθ. | υδρεύουμε | υδρεύαμε | θα υδρεύουμε | να υδρεύουμε | ||
β' πληθ. | υδρεύετε | υδρεύατε | θα υδρεύετε | να υδρεύετε | υδρεύετε | |
γ' πληθ. | υδρεύουν(ε) | ύδρευαν υδρεύαν(ε) |
θα υδρεύουν(ε) | να υδρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ύδρευσα | θα υδρεύσω | να υδρεύσω | υδρεύσει | ||
β' ενικ. | ύδρευσες | θα υδρεύσεις | να υδρεύσεις | ύδρευσε | ||
γ' ενικ. | ύδρευσε | θα υδρεύσει | να υδρεύσει | |||
α' πληθ. | υδρεύσαμε | θα υδρεύσουμε | να υδρεύσουμε | |||
β' πληθ. | υδρεύσατε | θα υδρεύσετε | να υδρεύσετε | υδρεύστε | ||
γ' πληθ. | ύδρευσαν υδρεύσαν(ε) |
θα υδρεύσουν(ε) | να υδρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υδρεύσει | είχα υδρεύσει | θα έχω υδρεύσει | να έχω υδρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις υδρεύσει | είχες υδρεύσει | θα έχεις υδρεύσει | να έχεις υδρεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει υδρεύσει | είχε υδρεύσει | θα έχει υδρεύσει | να έχει υδρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υδρεύσει | είχαμε υδρεύσει | θα έχουμε υδρεύσει | να έχουμε υδρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε υδρεύσει | είχατε υδρεύσει | θα έχετε υδρεύσει | να έχετε υδρεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υδρεύσει | είχαν υδρεύσει | θα έχουν υδρεύσει | να έχουν υδρεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδρεύω
|