Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος υδρεύω < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈðɾe.vo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

υδρεύομαι

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ύδωρ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία