υδροδείκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροδείκτης < υδρο- + δείκτης ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Wasserstandsanzeiger[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροδείκτης αρσενικό
- (τεχνολογία) γυάλινος ή πλαστικός βαθμονομημένος σωλήνας, με τον οποίο ελέγχεται η στάθμη του ύδατος (ή άλλου υγρού) σε δεξαμενή, λέβητα κ.λπ.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροδείκτης
- ↑ υδροδείκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)