βαθμονομημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.θmo.no.miˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μο‐νο‐μη‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : βα‐θμο‐νο‐μη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαβαθμονομημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαθμονομώ: που έχει βαθμονομηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμονομημένος
|