υδροστάθμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈsta.θmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐στάθ‐μη
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐δρο‐στά‐θμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδροστάθμη θηλυκό
- η στάθμη του νερού σε έναν συγκεκριμένο χώρο
- τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στάθμη νερού
|
τοπογραφικό όργανο
|