Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροστάθμη οι υδροστάθμες
      γενική της υδροστάθμης των υδροσταθμών
    αιτιατική την υδροστάθμη τις υδροστάθμες
     κλητική υδροστάθμη υδροστάθμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροστάθμη < υδρο- + στάθμη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðɾoˈsta.θmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρο‐στάθ‐μη
παλιότερος συλλαβισμός: υ‐δρο‐στά‐θμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροστάθμη θηλυκό

  1. η στάθμη του νερού σε έναν συγκεκριμένο χώρο
  2. τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία