↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρομέτρηση οι υδρομετρήσεις
      γενική της υδρομέτρησης των υδρομετρήσεων
    αιτιατική την υδρομέτρηση τις υδρομετρήσεις
     κλητική υδρομέτρηση υδρομετρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδρομέτρηση < υδρο- + μέτρηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδρομέτρηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υδρομέτρησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)