Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρομέτρηση οι υδρομετρήσεις
      γενική της υδρομέτρησης των υδρομετρήσεων
    αιτιατική την υδρομέτρηση τις υδρομετρήσεις
     κλητική υδρομέτρηση υδρομετρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρομέτρηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδρομέτρηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία