Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υδρογέφυρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υδρογέφυρ
α
οι
υδρογέφυρ
ες
γενική
της
υδρογέφυρ
ας
των
υδρογεφυρ
ών
αιτιατική
την
υδρογέφυρ
α
τις
υδρογέφυρ
ες
κλητική
υδρογέφυρ
α
υδρογέφυρ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υδρογέφυρα
<
υδρο-
+
γέφυρα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.ðɾoˈʝe.fi.ɾa
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδρογέφυρα
θηλυκό
γέφυρα
που επιτρέπει το πέρασμα ενός
αγωγού
νερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδρογέφυρα