Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υδρόχρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
υδρόχρωμα
τα
υδροχρώμα
τ
α
γενική
του
υδροχρώμα
τ
ος
των
υδροχρωμά
τ
ων
αιτιατική
το
υδρόχρωμα
τα
υδροχρώμα
τ
α
κλητική
υδρόχρωμα
υδροχρώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υδρόχρωμα
<
υδρό-
( <
ύδωρ
) +
χρώμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υδρόχρωμα
ουδέτερο
πλαστικό
χρώμα
ειδικής σύνθεσης για βαφή εσωτερικών επιφανειών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδρόχρωμα