υδροφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροφοβία < (ελληνιστική κοινή) ὑδροφοβία ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλικά hydrophobia στη σημασία 1)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροφοβία θηλυκό
- (φυσική) η ιδιότητα ορισμένων υλικών να μην απορροφούν το νερό
- (ιατρική) ο παθολογικός φόβος του ατόμου προς το νερό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροφοβία