Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροφοβία οι υδροφοβίες
      γενική της υδροφοβίας των υδροφοβιών
    αιτιατική την υδροφοβία τις υδροφοβίες
     κλητική υδροφοβία υδροφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροφοβία < (ελληνιστική κοινή) ὑδροφοβία ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλικά hydrophobia στη σημασία 1)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροφοβία θηλυκό

  1. (φυσική) η ιδιότητα ορισμένων υλικών να μην απορροφούν το νερό
     αντώνυμα: υδροφιλία
  2. (ιατρική) ο παθολογικός φόβος του ατόμου προς το νερό

  Μεταφράσεις επεξεργασία