υδρόφυτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδρόφυτο | τα | υδρόφυτα |
γενική | του | υδρόφυτου | των | υδρόφυτων |
αιτιατική | το | υδρόφυτο | τα | υδρόφυτα |
κλητική | υδρόφυτο | υδρόφυτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδρόφυτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydrophyte.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υδρό- + φυτό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδρόφυτο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδρόφυτο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)