Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροπνευματικός η υδροπνευματική το υδροπνευματικό
      γενική του υδροπνευματικού της υδροπνευματικής του υδροπνευματικού
    αιτιατική τον υδροπνευματικό την υδροπνευματική το υδροπνευματικό
     κλητική υδροπνευματικέ υδροπνευματική υδροπνευματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροπνευματικοί οι υδροπνευματικές τα υδροπνευματικά
      γενική των υδροπνευματικών των υδροπνευματικών των υδροπνευματικών
    αιτιατική τους υδροπνευματικούς τις υδροπνευματικές τα υδροπνευματικά
     κλητική υδροπνευματικοί υδροπνευματικές υδροπνευματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροπνευματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydropneumatique

  Επίθετο επεξεργασία

υδροπνευματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία