υδροπνευματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροπνευματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydropneumatique
Επίθετο επεξεργασία
υδροπνευματικός, -ή, -ό
- που λειτουργεί χάρη στο νερό και ένα πεπιεσμένο αέριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροπνευματικός