↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροθεραπευτήριο τα υδροθεραπευτήρια
      γενική του υδροθεραπευτηρίου
υδροθεραπευτήριου
των υδροθεραπευτηρίων
    αιτιατική το υδροθεραπευτήριο τα υδροθεραπευτήρια
     κλητική υδροθεραπευτήριο υδροθεραπευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδροθεραπευτήριο (μαρτυρείται από το 1893)[1] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑδροθεραπευτήριον. Μορφολογικά αναλύεται σε υδρο- + θεραπευτήριο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδροθεραπευτήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1026, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου