υδροθεραπευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδροθεραπευτήριο (μαρτυρείται από το 1893)[1] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑδροθεραπευτήριον. Μορφολογικά αναλύεται σε υδρο- + θεραπευτήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδροθεραπευτήριο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδροθεραπευτήριο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1026, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- υδροθεραπευτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)