↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρομεταλλουργία οι υδρομεταλλουργίες
      γενική της υδρομεταλλουργίας των υδρομεταλλουργιών
    αιτιατική την υδρομεταλλουργία τις υδρομεταλλουργίες
     κλητική υδρομεταλλουργία υδρομεταλλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Υδρομεταλλουργική παραγωγή χρυσού

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδρομεταλλουργία < (μεταφραστικό δάνειο) hydrometallurgy < υδρο- + μεταλλουργία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðɾo.me.ta.luɾˈʝi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδρομεταλλουργία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία