υδρομεταλλουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υδρομεταλλουργία < (μεταφραστικό δάνειο) hydrometallurgy < υδρο- + μεταλλουργία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδρομεταλλουργία θηλυκό
- επεξεργασία μεταλλεύματος με τη χρήση υδατικού διαλύματος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδρομεταλλουργία
|