Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η υδρομηχανική
      γενική της υδρομηχανικής
    αιτιατική την υδρομηχανική
     κλητική υδρομηχανική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρομηχανική < υδρο- + μηχανική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδρομηχανική θηλυκό

  • η μηχανική των ρευστών, επιστήμη που ασχολείται με τη ροή των ρευστών

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υδρομηχανική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία