Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδραγωγείο τα υδραγωγεία
      γενική του υδραγωγείου των υδραγωγείων
    αιτιατική το υδραγωγείο τα υδραγωγεία
     κλητική υδραγωγείο υδραγωγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδραγωγείο < (ελληνιστική κοινή) ὑδραγωγεῖον (<ὕδωρ) + ἀγωγός
 
ερείπια ρωμαϊκού υδραγωγείου στη Λέσβο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδραγωγείο ουδέτερο

  1. η τοξωτή κατασκευή που χρησίμευε ως αγωγός για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων
  2. η εγκατάσταση για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία